- αυτοδάξ
- αὐτοδάξ επίρρ. (Α)φρ.1. «γυναῑκες αὐτοδὰξ ὠργισμέναι» — τόσο οργισμένες, έτοιμες να δαγκώσουν (Αριστοφ.)2. «τὸν αὐτοδὰξ τρόπον» — τον άγριο χαρακτήρα σου.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο-* + δαξ επίρρ. «με τα δόντια» < δάκνω].
Dictionary of Greek. 2013.